καριερίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καριερίστας οι καριερίστες
      γενική του καριερίστα των καριεριστών
    αιτιατική τον καριερίστα τους καριερίστες
     κλητική καριερίστα καριερίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καριερίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική carrierista +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καριερίστας αρσενικό (θηλυκό: καριερίστα & καριερίστρια)

  • άτομο που ασχολείται πρώτιστα με την καριέρα του· που η επαγγελματική εξέλιξή του έχει απόλυτη προτεραιότητα στη ζωή του, με αποτέλεσμα να βλάπτει άλλους, ή να παραμελεί οικεία του πρόσωπα κ.λπ.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]