καρικώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρικώνω < (άμεσο δάνειο) ιταλική carico < caricare < υστερολατινική caricare < carrico < λατινική carrus < γαλατική karros < πρωτοκελτική *karros (κάρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *ḱers- (τρέχω)
Ρήμα[επεξεργασία]
καρικώνω (παθητική φωνή: καρικώνομαι)
- στερεώνω προσωρινά, με αραιές και όχι σφιχτές βελονιές, κάποια σημεία σε ύφασμα ή ρούχο στα σημεία που πρέπει να ραφτεί
- Πήρανε νὰ μπαλώσουνε τὰ τρύπια καὶ νὰ καρικώσουν τὶς κάλτσες. (Στράτης Μυριβήλης, Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, β΄ έκδοση, Αθήνα 1930)
- (κατ’ επέκταση) (σπάνιο) μαντάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρικώνω | καρίκωνα | θα καρικώνω | να καρικώνω | καρικώνοντας | |
β' ενικ. | καρικώνεις | καρίκωνες | θα καρικώνεις | να καρικώνεις | καρίκωνε | |
γ' ενικ. | καρικώνει | καρίκωνε | θα καρικώνει | να καρικώνει | ||
α' πληθ. | καρικώνουμε | καρικώναμε | θα καρικώνουμε | να καρικώνουμε | ||
β' πληθ. | καρικώνετε | καρικώνατε | θα καρικώνετε | να καρικώνετε | καρικώνετε | |
γ' πληθ. | καρικώνουν(ε) | καρίκωναν καρικώναν(ε) |
θα καρικώνουν(ε) | να καρικώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρίκωσα | θα καρικώσω | να καρικώσω | καρικώσει | ||
β' ενικ. | καρίκωσες | θα καρικώσεις | να καρικώσεις | καρίκωσε | ||
γ' ενικ. | καρίκωσε | θα καρικώσει | να καρικώσει | |||
α' πληθ. | καρικώσαμε | θα καρικώσουμε | να καρικώσουμε | |||
β' πληθ. | καρικώσατε | θα καρικώσετε | να καρικώσετε | καρικώστε | ||
γ' πληθ. | καρίκωσαν καρικώσαν(ε) |
θα καρικώσουν(ε) | να καρικώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρικώσει | είχα καρικώσει | θα έχω καρικώσει | να έχω καρικώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρικώσει | είχες καρικώσει | θα έχεις καρικώσει | να έχεις καρικώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρικώσει | είχε καρικώσει | θα έχει καρικώσει | να έχει καρικώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρικώσει | είχαμε καρικώσει | θα έχουμε καρικώσει | να έχουμε καρικώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρικώσει | είχατε καρικώσει | θα έχετε καρικώσει | να έχετε καρικώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρικώσει | είχαν καρικώσει | θα έχουν καρικώσει | να έχουν καρικώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ρήματα σε -ώνω