καρικώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρικώνω < (άμεσο δάνειο) ιταλική carico < caricare < υστερολατινική caricare < carrico < λατινική carrus < γαλατική karros < πρωτοκελτική *karros (κάρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kr̥s-o- < *ḱers- (τρέχω)

Ρήμα[επεξεργασία]

καρικώνω (παθητική φωνή: καρικώνομαι)

  1. στερεώνω προσωρινά, με αραιές και όχι σφιχτές βελονιές, κάποια σημεία σε ύφασμα ή ρούχο στα σημεία που πρέπει να ραφτεί
    Πήρανε νὰ μπαλώσουνε τὰ τρύπια καὶ νὰ καρικώσουν τὶς κάλτσες. (Στράτης Μυριβήλης, Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, β΄ έκδοση, Αθήνα 1930)
  2. (κατ’ επέκταση) (σπάνιο) μαντάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]