καριμπού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καριμπού < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καριμπού ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) άλλη ονομασία του ταράνδου.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καριμπού
|