καριόφιλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καριόφιλο < καριοφίλ(ι) + -ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καριόφιλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καριόφιλο
|
καριόφιλο ουδέτερο
|