καρκινιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρκινιάρης η καρκινιάρα το καρκινιάρικο
      γενική του καρκινιάρη της καρκινιάρας του καρκινιάρικου
    αιτιατική τον καρκινιάρη την καρκινιάρα το καρκινιάρικο
     κλητική καρκινιάρη καρκινιάρα καρκινιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρκινιάρηδες οι καρκινιάρες τα καρκινιάρικα
      γενική των καρκινιάρηδων των καρκινιάρικων
    αιτιατική τους καρκινιάρηδες τις καρκινιάρες τα καρκινιάρικα
     κλητική καρκινιάρηδες καρκινιάρες καρκινιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρκινιάρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

καρκινιάρης