καρκινιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρκινιάρης | η | καρκινιάρα | το | καρκινιάρικο |
γενική | του | καρκινιάρη | της | καρκινιάρας | του | καρκινιάρικου |
αιτιατική | τον | καρκινιάρη | την | καρκινιάρα | το | καρκινιάρικο |
κλητική | καρκινιάρη | καρκινιάρα | καρκινιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρκινιάρηδες | οι | καρκινιάρες | τα | καρκινιάρικα |
γενική | των | καρκινιάρηδων | — | των | καρκινιάρικων | |
αιτιατική | τους | καρκινιάρηδες | τις | καρκινιάρες | τα | καρκινιάρικα |
κλητική | καρκινιάρηδες | καρκινιάρες | καρκινιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρκινιάρης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
καρκινιάρης
- ο καρκινοπαθής
- (μεταφορικά) ο μισητός