καρκινολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρκινολογικός < καρκινολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καρκινολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την καρκινολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρκινολογικός
|