καρμίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρμίνη οι καρμίνες
      γενική της καρμίνης των καρμινών
    αιτιατική την καρμίνη τις καρμίνες
     κλητική καρμίνη καρμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρμίνη < (άμεσο δάνειο) βενετική carmin < μεσαιωνική λατινική carminium < αραβική قِرْمِز (qirmiz)‎ < σανσκριτική कृमिज (kṛmija) < कृमि (kṛ́mi: σκουλήκι, έντομο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷŕ̥mis (σκουλήκι) (με επιρροή κι απ’ τη λατινική minium)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρμίνη θηλυκό

  1. χρωστική ουσία που δίνει ένα κοκκινωπό χρώμα
  2. (χρώμα) κοκκινωπό χρώμα που δημιουργείται από την παραπάνω χρωστική
    καρμίνη (χρώμα):   

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]