καρμίρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρμίρικος η καρμίρικη το καρμίρικο
      γενική του καρμίρικου της καρμίρικης του καρμίρικου
    αιτιατική τον καρμίρικο την καρμίρικη το καρμίρικο
     κλητική καρμίρικε καρμίρικη καρμίρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρμίρικοι οι καρμίρικες τα καρμίρικα
      γενική των καρμίρικων των καρμίρικων των καρμίρικων
    αιτιατική τους καρμίρικους τις καρμίρικες τα καρμίρικα
     κλητική καρμίρικοι καρμίρικες καρμίρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρμίρικος < καρμίρης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

καρμίρικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]