καρμανιόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρμανιόλα | οι | καρμανιόλες |
γενική | της | καρμανιόλας | — | |
αιτιατική | την | καρμανιόλα | τις | καρμανιόλες |
κλητική | καρμανιόλα | καρμανιόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρμανιόλα < ιταλική carmagnola
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾ.maˈɲo.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρμανιόλα θηλυκό
- η λαιμητόμος
- (μεταφορικά) το επικίνδυνο σημείο για τη ζωή του ατόμου ή των ατόμων, συνήθως για οδηγούς
- η διασταύρωση της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας είναι καρμανιόλα, καθώς γίνονται εκεί πολύ συχνά τροχαία δυστυχήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρμανιόλα
→ δείτε τη λέξη λαιμητόμος |