καρναβαλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρναβαλικά < καρναβαλικ(ός) + -ά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρναβαλικά ουδέτερο
- με καρναβαλικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρναβαλικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καρναβαλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καρναβαλικό