καρντάσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρντάσης οι καρντάσηδες
      γενική του καρντάση των καρντάσηδων
    αιτιατική τον καρντάση τους καρντάσηδες
     κλητική καρντάση καρντάσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρντάσης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kardaş < kardeş (αδελφός από την ίδια κοιλιά) < οθωμανική τουρκική قارنداش

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /karˈda.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐ντά‐σης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρντάσης αρσενικό (θηλυκό καρντάσαινα ή καρντασίνα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]