καρπός
(Ανακατεύθυνση από καρποί)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρπός | οι | καρποί |
γενική | του | καρπού | των | καρπών |
αιτιατική | τον | καρπό | τους | καρπούς |
κλητική | καρπέ | καρποί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρπός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρπός [1]
- για τον καρπό του χεριού < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καρπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerp- (στρέφω, γυρίζω )[2]
- για μεταφορικές σημασίες < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kerp- (θερισμός, καρπός, συγκομιδή)[2]σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fruit [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaɾˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐πός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρπός αρσενικό
- (ανατομία) άρθρωση του ανθρώπινου σώματος: εκεί που ενώνεται η παλάμη με την κερκίδα και την ωλένη
- (βοτανική) το μέρος ενός φυτού που προέρχεται από το άνθος μετά τη γονιμοποίηση και περιέχει τους σπόρους
- ↪ αν και οι ντομάτες είναι καρποί συνήθως συγκαταλέγονται στα λαχανικά και όχι στα φρούτα
- (μεταφορικά) το αποτέλεσμα
- (μεταφορικά) το παιδί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέρος του σώματος (ανατομία)
|
μέρος φυτού (βοτανική)
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 καρπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καρπός | οἱ | καρποί |
γενική | τοῦ | καρποῦ | τῶν | καρπῶν |
δοτική | τῷ | καρπῷ | τοῖς | καρποῖς |
αιτιατική | τὸν | καρπόν | τοὺς | καρπούς |
κλητική ὦ! | καρπέ | καρποί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καρποῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρπός < [1]
- για το καρπό φυτού < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kerp- (θερισμός, καρπός, συγκομιδή)
- για τον καρπό χεριού < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerp- (στρέφω, γυρίζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρπός αρσενικό
- (βοτανική) καρπός, το τελικό αποτέλεσμα της εξέλιξης του άνθους ενός φυτού, αυτό που περιέχει τα σπέρματα
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, (499-502)5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 501 (499-502)
- ὡς δ᾽ ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ᾽ ἀλωὰς | ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ | κρίνῃ ἐπειγομένων ἀνέμων καρπόν τε καὶ ἄχνας, | αἱ δ᾽ ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί·
- καθώς οπόταν στα ιερά τ᾽ αλώνια που λιχνίζουν, | τ᾽ άχυρα παίρν᾽ ο άνεμος και ως σπρώχνουν οι αέρες, | τ᾽ άχυρο η ξανθή Δήμητρα και τον καρπόν χωρίζει | και ασπρίζουν όλες οι αχυριές·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ᾽ ἀλωὰς | ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ | κρίνῃ ἐπειγομένων ἀνέμων καρπόν τε καὶ ἄχνας, | αἱ δ᾽ ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί·
- ※ 7ος↑ αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 117 (117-118)
- καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα | αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον·
- Καρπό τούς έδινε η σιτοδότρα γη | από μόνη της πολύ και άφθονο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα | αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, (499-502)5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 501 (499-502)
- (γενικότερα) παραγωγή, σοδειά
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 199.2
- συγκεκόμισταί τε οὗτος ὁ μέσος καρπὸς καὶ ὁ ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς πεπαίνεταί τε καὶ ὀργᾷ, ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται.
- τώρα, σοδιάστηκαν τα γεννήματα των μεσιανών περιοχών, ωριμάζουν και καλούν το θεριστή εκείνα που βγαίνουν στα ψηλώματα, έτσι που οι άνθρωποι καταρούφηξαν και καταφάγανε τα πρώτα γεννήματα την ώρα που ωριμάζουν τα τελευταία.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- συγκεκόμισταί τε οὗτος ὁ μέσος καρπὸς καὶ ὁ ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς πεπαίνεταί τε καὶ ὀργᾷ, ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Περικλῆς, 16.4
- τοὺς γὰρ ἐπετείους καρποὺς ἅπαντας ἀθρόους ἐπίπρασκεν, εἶτα τῶν ἀναγκαίων ἕκαστον ἐξ ἀγορᾶς ὠνούμενος διῴκει τὸν βίον καὶ τὰ περὶ τὴν δίαιταν.
- Τους καρπούς που μάζευε κάθε χρόνο από την ιδιοχτησία του τους πουλούσε όλους μαζί, και έπειτα προμηθευόταν από την αγορά καθετί που είχε ανάγκη· έτσι είχε κανονίσει τον τρόπο της ζωής του.
- Μετάφραση (1965): Μιχάλης Οικονόμου @greek‑language.gr
- τοὺς γὰρ ἐπετείους καρποὺς ἅπαντας ἀθρόους ἐπίπρασκεν, εἶτα τῶν ἀναγκαίων ἕκαστον ἐξ ἀγορᾶς ὠνούμενος διῴκει τὸν βίον καὶ τὰ περὶ τὴν δίαιταν.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 199.2
- (μεταφορικά) προϊόν, γέννημα
- παιδί (καρπός της κοιλίας)
- ποίημα (καρπός του νου)
- κέρδος (καρπός εμπορίου)
- αποτέλεσμα (καρπός ενεργειών)
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 309
- καίτοι ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας, Αἰσχίνη, εἴπερ ἐκ ψυχῆς δικαίας ἐγίγνετο καὶ τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα προῃρημένης, τοὺς καρποὺς ἔδει γενναίους καὶ καλοὺς καὶ πᾶσιν ὠφελίμους εἶναι,
- Και όμως, αν αυτή η προσπάθεια και φροντίδα πήγαζε από ψυχή δίκαιη, που είχε σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πόλης, θα έπρεπε να αποφέρει καρπούς πλούσιους, εξαιρετικούς και ωφέλιμους σε όλους,
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καίτοι ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας, Αἰσχίνη, εἴπερ ἐκ ψυχῆς δικαίας ἐγίγνετο καὶ τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα προῃρημένης, τοὺς καρποὺς ἔδει γενναίους καὶ καλοὺς καὶ πᾶσιν ὠφελίμους εἶναι,
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 309
- (ανατομία) καρπός (άρθρωση)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων, (De articulis), 64 @scaife.perseus
- Ωὑτὸς δὲ λόγος οὗτος, ἢν καὶ τὰ τοῦ πήχεος ὀστέα τὰ παρὰ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ἕλκος ποιήσαντα ἐξίσχῃ, ἤν τε ἐς τὸ ἔσω μέρος τῆς χειρὸς, ἤν τε ἐς τὸ ἔξω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἄρθρων, (De articulis), 64 @scaife.perseus
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- θέμα: καρπο
- ἁβρόκαρπον
- ἀείκαρπος
- ἀγλαόκαρπος
- ἄκαρπος
- ἀκρόκαρπος
- ἀλιτόκαρπον
- ἀμφίκαρπος
- ἀμπελόκαρπον
- ἀριστόκαρπος
- αὐτόκαρπος
- βαθύκαρπος
- βραδύκαρπος
- γλυκύκαρπος
- γυμνόκαρπος
- δίκαρπος
- δρύκαρπον
- ἐξώκαρπος
- ἔγκαρπος
- ἐλλοβόκαρπος
- ἐμπεδόκαρπος
- ἐπετειόκαρπος
- ἐπιφυλλόκαρπος
- ἐπικαρπολογέομαι
- ἐπίκαρπος
- ἑτερόκαρπος
- εὔκαρπος
- ἡδύκαρπος
- καλλίκαρπος
- καρποβάλσαμον
- καρποβόλον
- καρπόβρωτος
- καρποδαιστάς
- καρπόδεσμα
- καρποδέσμιος
- καρπόδεσμος
- καρποδότειρα
- καρποδόχος
- καρποφαγέω
- καρποφόρημα
- καρποφορία
- καρπόφορος
- καρποφόρος
- καρποφθόρος
- καρποφύλαξ
- καρπόφυλλον
- καρπογένεθλος
- καρπογονέω
- καρπογονία
- καρπόγονος
- καρπολογέω
- καρπολογία
- καρπόλογος
- καρπομανής
- καρποποιός
- καρποσπόρος
- καρποτελής
- καρποτόκεια
- καρπότοκος
- καρποτοκέω
- καρποτοκία
- καρποτόκος
- καρποτρόφος
- καρπόχειρ
- κατάκαρπος
- κλυτόκαρπος
- κωνόκαρπος
- λεπτόκαρπος
- λευκόκαρπος
- μεγαλόκαρπος
- μελάγκαρπος
- μηλόκαρπον
- μικρόκαρπος
- μυριόκαρπος
- ξηρόκαρπος
- οἰσόκαρπον
- ὀλιγόκαρπος
- ὁλόκαρπος
- ὀμφακόκαρπος
- ὀμφαλόκαρπος
- ὀψίκαρπος
- πάγκαρπος
- πικρόκαρπος
- πλαγιόκαρπος
- πλατύκαρπος
- πολύκαρπος
- πρωΐκαρπος
- πρωτόκαρπος
- πυκνόκαρπος
- στελεχόκαρπος
- τρίκαρπος
- ὑπόκαρπος
- φερέκαρπος
- φιλοκαρποφόρος
- φθινόκαρπος
- χλοόκαρπος
- χρηστόκαρπος
- χρυσόκαρπος
- ὠλεσίκαρπος
- ὡραιόκαρπος
- ὡριόκαρπος
→ και δείτε τη λέξη καρπόω
- θέμα: καρπι
- ἀκαρπία
- ἀκάρπιστος
- ἐγκαρπία
- ἐγκάρπιος
- ἐπικαρπία
- ἐπικαρπίδιος
- ἐπικάρπιος
- εὐκαρπία
- κακοκαρπία
- καλλικαρπία
- κάρπιμος
- καρπίον: υποκοριστικό του καρπός
- κατακάρπιον
- μετακάρπιον
- μικροκαρπία
- μισθοκαρπία
- ὀπισθοκάρπιος
- ὀψικαρπία
- παγκαρπία
- περικάρπιον
- πολυκαρπία
- προκάρπιον
- πρωϊκαρπία
- σπανοκαρπία
- ὑποκάρπιος
- χρηστοκαρπία
→ και δείτε τη λέξη καρπίζω
- θέμα: καρπε
→ και δείτε τις λέξεις καρπεύω και καρπέω
- θέμα: καρπω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γλώσσης ματαίας καρπός: κατάρες
- ἐπέων καρπός: η ποίηση
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ἰσθμιονίκαις, 8, 46 (8.46)
- ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε.
- κι ουδέ χαμένος των λόγω της πήγε ο καρπός,
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ἰσθμιονίκαις, 8, 46 (8.46)
- καρπὸς ἀρούρης: το σιτάρι
- καρπὸς Δήμητρος: το σιτάρι
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 193.3
- τὸν δὲ τῆς Δήμητρος καρπὸν ὧδε ἀγαθὴ ἐκφέρειν ἐστὶ ὥστε ἐπὶ διηκόσια μὲν τὸ παράπαν ἀποδιδοῖ, ἐπεὰν δὲ ἄριστα αὐτὴ ἑωυτῆς ἐνείκῃ, ἐπὶ τριηκόσια ἐκφέρει.
- Όμως για την παραγωγή δημητριακών καρπών τόσο κατάλληλη είναι η γη, ώστε συνήθως το ένα στάχυ δίνει διακόσιους σπόρους, κι όταν το φέρει η χρονιά και ξεπεράσει η γης τον εαυτό της, φτάνει και στους τρακόσιους.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸν δὲ τῆς Δήμητρος καρπὸν ὧδε ἀγαθὴ ἐκφέρειν ἐστὶ ὥστε ἐπὶ διηκόσια μὲν τὸ παράπαν ἀποδιδοῖ, ἐπεὰν δὲ ἄριστα αὐτὴ ἑωυτῆς ἐνείκῃ, ἐπὶ τριηκόσια ἐκφέρει.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 193.3
- καρπὸς ἥβης: οι πρώτες τρίχες του γενιού
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 111 (9.110-9.112)
- χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας | καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι | ἔθελον.
- και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της | της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- κι όλοι ᾽χαν λαχτάρα να κόψουν | τον καρπό τον ολάνθιστο της χρυσοστέφανης νιότης.
- Μετάφραση (1958), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- και θέλαν τον ολάνθιστο καρπό της νιότης της | της χρυσοστεφανωμένης να δρέψουν.
- χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας | καρπὸν ἀνθήσαντ᾽ ἀποδρέψαι | ἔθελον.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 9. Τελεσικράτει Κυρηναίῳ ὁπλιτοδρόμῳ, 111 (9.110-9.112)
- καρπὸς ὑγρός: το μέλι
- καρπὸς φρενῶν: η σοφία
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 75 (2.74-2.75)
- ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν | ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον,
- Ευτυχισμένος είναι ο Ραδάμανθης, | γιατί έλαχε του νου καρπό αψεγάδιαστο,
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- μα ο Ραδάμανθυς μέγας υψώθηκε | γιατί του ᾽λαχε ο αμίμητος της σοφίας καρπός
- Μετάφραση (1953), Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- Ευτυχισμένος είναι ο Ραδάμανθης, | γιατί έλαχε του νου καρπό αψεγάδιαστο,
- ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν | ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον,
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 75 (2.74-2.75)
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- καρπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Βοτανική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Δημοσθένη (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πίνδαρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)