καρποφορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρποφορῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρποφορώ < αρχαία ελληνική καρποφορέω / καρποφορῶ < καρπο- (καρπός) + φέρω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.po.foˈɾo/

Ρήμα[επεξεργασία]

καρποφορώ

  1. παράγω καρπούς
  2. (μεταφορικά) έχω θετικό αποτέλεσμα
     συνώνυμα: τελεσφορώ, πετυχαίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]