καρποφόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
καρποφόρα < καρποφόρος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
καρποφόρα
- που καρποφορεί, με (πολλή) καρποφορία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρποφόρα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
καρποφόρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρποφόρος