καρστικοποιήσεως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καρστικοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καρστικοποίηση
- εναλλακτικά: καρστικοποίησης
καρστικοποιήσεως θηλυκό