καρτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλακάρτ, καρτ ποστάλ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Καρτ εσωτερικού χώρου.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρτ < αγγλική kart / cart / go-cart < πρωτογερμανική *krattaz / *krattijô / *kradō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gret- (κλουβί, καλάθι) < *ger-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]