καρτερικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καρτερικότης | αἱ | καρτερικότητες | ||||
γενική | τῆς | καρτερικότητος | τῶν | καρτερικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | καρτερικότητι | ταῖς | καρτερικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | καρτερικότητα | τὰς | καρτερικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | καρτερικότης | καρτερικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρτερικότης (μαρτυρείται από το 1893) [1] < καρτερικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρτερικότης θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 520, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου