καρτεροψυχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρτεροψυχία < ελληνιστική κοινή καρτεροψυχία < αρχαία ελληνική καρτερός (< κάρτος) + ψυχή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρτεροψυχία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του καρτερόψυχου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρτεροψυχία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)