καρτουνίστικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρτουνίστικος η καρτουνίστικη το καρτουνίστικο
      γενική του καρτουνίστικου της καρτουνίστικης του καρτουνίστικου
    αιτιατική τον καρτουνίστικο την καρτουνίστικη το καρτουνίστικο
     κλητική καρτουνίστικε καρτουνίστικη καρτουνίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρτουνίστικοι οι καρτουνίστικες τα καρτουνίστικα
      γενική των καρτουνίστικων των καρτουνίστικων των καρτουνίστικων
    αιτιατική τους καρτουνίστικους τις καρτουνίστικες τα καρτουνίστικα
     κλητική καρτουνίστικοι καρτουνίστικες καρτουνίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρτουνίστικος < καρτούν + -ίστικος

Επίθετο[επεξεργασία]

καρτουνίστικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]