καρτόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρτόνι τα καρτόνια
      γενική του καρτονιού των καρτονιών
    αιτιατική το καρτόνι τα καρτόνια
     κλητική καρτόνι καρτόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρτόνι < ιταλική carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρτόνι ουδέτερο

  • το κουτί το οποίο είναι φτιαγμένο από σκληρό χαρτί προορισμένο για μεταφορά ή αποθήκευση αγαθών, το χαρτόκουτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]