καρυά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καρυά, καρύα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρυά οι καρυές
      γενική της καρυάς των καρυών
    αιτιατική την καρυά τις καρυές
     κλητική καρυά καρυές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρυά < → δείτε τη λέξη καρύα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρυ‐ά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρυά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • καρυά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)