καρυδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρυδάκι | τα | καρυδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καρυδάκι | τα | καρυδάκια |
κλητική | καρυδάκι | καρυδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρυδάκι < υποκοριστικό του καρύδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρυδάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρυδάκι
|