καρυοχαρτογράφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρυοχαρτογράφηση οι καρυοχαρτογραφήσεις
      γενική της καρυοχαρτογράφησης* των καρυοχαρτογραφήσεων
    αιτιατική την καρυοχαρτογράφηση τις καρυοχαρτογραφήσεις
     κλητική καρυοχαρτογράφηση καρυοχαρτογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρυοχαρτογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρυοχαρτογράφηση (νεολογισμός) < καρυότυπος + -ο- + χαρτογράφηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρυοχαρτογράφηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]