Μετάβαση στο περιεχόμενο

καρφιτσοθήκη

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρφιτσοθήκη οι καρφιτσοθήκες
      γενική της καρφιτσοθήκης των καρφιτσοθηκών
    αιτιατική την καρφιτσοθήκη τις καρφιτσοθήκες
     κλητική καρφιτσοθήκη καρφιτσοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καρφιτσοθήκη < καρφίτσα + -θήκη
Καρφιτσοθήκη σε σχήμα φράουλας.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καρφιτσοθήκη θηλυκό

  • μικρό μαξιλαράκι όπου μπήγονται οι καρφίτσες από τις ράφτρες. Λέγεται και "μαξιλαράκι για τις καρφίτσες"

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]