καρύδι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καρύδι | καρύδια |
γενική | καρυδιού | καρυδιών |
αιτιατική | καρύδι | καρύδια |
κλητική | καρύδι | καρύδια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρύδι < μεσαιωνική ελληνική καρύδι(ν) < αρχαία ελληνική καρύδιον, υποκοριστικό του κάρυον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρύδι ουδέτερο
- ο καρπός της καρυδιάς
- (ανατομία) η προεξοχή του θυρεοειδούς χόνδρου στο λάρυγγα, που λέγεται και « μήλο του Αδάμ » επειδή στον άνδρα σχηματίζει ορθή γωνία κατά την ανάπτυξή του. Στη γυναίκα αναπτύσσεται λιγότερο, σχηματίζει αμβλεία γωνία (120 μοιρών) και έτσι δεν προεξέχει έντονα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τον καρύδωσε - τον έπνιξε, πιέζοντας το καρύδι στο λαιμό του
- "θα σου φάω το καρύδι", ήταν συχνή έκφραση τη νύχτα, σε μέρη που συναντούσες κάθε καρυδιάς καρύδι
- "σάνταλα, μάνταλα, κούφια καρύδια" (παλιότερη έκφραση για τις αερολογίες)
- "έφτιαξε καριδάκι, δηλαδή καρύδι γλυκό" (από άγουρα καρύδια)
Σύνθετα[επεξεργασία]
- καρυδότσουφλο
- καρυδόπιτα
- καρυδόψιχα
- καρυδόκομπος (ναυτικός κόμπος)