καρύδωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρύδωμα ουδέτερο
- ο στραγγαλισμός, ο φόνος κάποιου με πίεση στο καρύδι του λαιμού του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρύδωμα