κασίδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κασίδης | οι | κασίδηδες |
γενική | του | κασίδη | των | κασίδηδων |
αιτιατική | τον | κασίδη | τους | κασίδηδες |
κλητική | κασίδη | κασίδηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈsi.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σί‐δης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασίδης αρσενικό
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στου κασίδη το κεφάλι : αγανακτώ με την αδιαφορία κάποιου που δεν υπολογίζει είτε τον κόπο μου είτε τη βλάβη που υφίσαταμαι από την όποια απερίσκεπτη ενέργειά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κασίδης
|
[επεξεργασία]
- ↑ κασίδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.