κασετίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασετίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassettina, υποκοριστικό του cassetta. Δείτε κασέτα < cassa + -etta < ιταλική capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pi-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.seˈti.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σε‐τί‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασετίνα θηλυκό
- (γραφική ύλη) θήκη φτιαγμένη από διάφορα υλικά, στην οποία τοποθετούνται…:
- (γλυκό) πάστα με επικάλυψη σοκολάτας
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κασέτα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κασετίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραφική ύλη (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)