κασιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασιέρα οι κασιέρες
      γενική της κασιέρας
    αιτιατική την κασιέρα τις κασιέρες
     κλητική κασιέρα κασιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κασιέρα < αγγλικά cashier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈsçe.ɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κασιέρα θηλυκό

  • (ελληνοαμερικανικά) γυναίκα ταμίας σε ένα κατάστημα
    ⮡  Ζητούνται υπάλληλοι: Χασάπηδες και κασιέρες.