κασιδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κασιδιάρης | η | κασιδιάρα | το | κασιδιάρικο |
γενική | του | κασιδιάρη | της | κασιδιάρας | του | κασιδιάρικου |
αιτιατική | τον | κασιδιάρη | την | κασιδιάρα | το | κασιδιάρικο |
κλητική | κασιδιάρη | κασιδιάρα | κασιδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κασιδιάρηδες | οι | κασιδιάρες | τα | κασιδιάρικα |
γενική | των | κασιδιάρηδων | — | των | κασιδιάρικων | |
αιτιατική | τους | κασιδιάρηδες | τις | κασιδιάρες | τα | κασιδιάρικα |
κλητική | κασιδιάρηδες | κασιδιάρες | κασιδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κασιδιάρης < κασίδ(α) + -ιάρης[1] Συγκρίνετε με τη γραφή κασσιδιάρης < μεσαιωνική ελληνική κασσίδιον.[2] Δείτε και το μεσαιωνικό κασιδιάρης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.siˈðʝa.ris/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐σι‐διά‐ρης
Επίθετο
[επεξεργασία]κασιδιάρης, -α, -ικο
- (για πρόσωπο) αυτός που έχει κασίδα· ο κασίδης
- ζώο που του έχει πέσει το τρίχωμα
- (μεταφορικά) ο ψωροπερήφανος, ακατάδεχτος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κασίδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κασιδιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κασσιδιάρης s.v. κασσίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- κασιδιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κασιδιάρης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κασιδιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- κασιδιάρης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιάρης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιάρης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)