κασκόλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασκόλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cache-col[1]
μάλλινο κασκόλ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασκόλ ουδέτερο άκλιτο

  • μακρόστενο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται τυλιγμένο γύρω από το λαιμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]