κασμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κασμάς οι κασμάδες
      γενική του κασμά των κασμάδων
    αιτιατική τον κασμά τους κασμάδες
     κλητική κασμά κασμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασμάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قازمه‎ [1] (τουρκική kazma [2][3])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈzmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐σμάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασμάς αρσενικό

  1. σκαπτικό εργαλείο
     συνώνυμα: η αξίνα
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο) άνθρωπος μειωμένης εξυπνάδας
     συνώνυμα: ηλίθιος, βλάκας, χαζός, στουρνάρι

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. kazma - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. κασμάς Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.