κασμίρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κασμίρ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασμίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachemire (από την ομώνυμη περιοχή της Ασίας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασμίρ ουδέτερο άκλιτο και κασμίρι

  • λεπτό μάλλινο ύφασμα πολύ καλής ποιότητας
  • ρούχο από αυτό το ύφασμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]