κασσιτεροκόλληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κασσιτεροκόλληση | οι | κασσιτεροκολλήσεις |
γενική | της | κασσιτεροκόλλησης* | των | κασσιτεροκολλήσεων |
αιτιατική | την | κασσιτεροκόλληση | τις | κασσιτεροκολλήσεις |
κλητική | κασσιτεροκόλληση | κασσιτεροκολλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κασσιτεροκολλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κασσιτεροκόλληση < κασσίτερος + -ο- + κόλληση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική (tin) soldering)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κασσιτεροκόλληση θηλυκό
- μέθοδος σύνδεσης δύο μεταλλικών επιφανειών μεταξύ τους με τήξη κασσιτέρου (ή κράματος κασσιτέρου κ.ά.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις κασσίτερος και κόλλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Καλάι στη Βικιπαίδεια
- καλάι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)