καστανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καστανιά | οι | καστανιές |
γενική | της | καστανιάς | των | καστανιών |
αιτιατική | την | καστανιά | τις | καστανιές |
κλητική | καστανιά | καστανιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καστανιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καστανιά < ελληνιστική κοινή καστανέα με συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.staˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐στα‐νιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καστανιά θηλυκό
- (δέντρο) το αιωνόβιο φυλλοβόλο δέντρο του γένους Castanea, με οδοντωτά φύλλα, που καλλιεργείται για το ξύλο του και για το καρπό, το κάστανο
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Καστανιά (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καστανιά στη Βικιπαίδεια
- Castanea στα Βικιείδη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καστανιά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καστανιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καστανιά < ελληνιστική κοινή καστανέα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καστανιά θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- καστανιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Δέντρα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φυτά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)