καστελλιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστελλιώτικος η καστελλιώτικη το καστελλιώτικο
      γενική του καστελλιώτικου της καστελλιώτικης του καστελλιώτικου
    αιτιατική τον καστελλιώτικο την καστελλιώτικη το καστελλιώτικο
     κλητική καστελλιώτικε καστελλιώτικη καστελλιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστελλιώτικοι οι καστελλιώτικες τα καστελλιώτικα
      γενική των καστελλιώτικων των καστελλιώτικων των καστελλιώτικων
    αιτιατική τους καστελλιώτικους τις καστελλιώτικες τα καστελλιώτικα
     κλητική καστελλιώτικοι καστελλιώτικες καστελλιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καστελλιώτικος < Καστελλιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.steˈʎo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐στελ‐λιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

καστελλιώτικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]