κασόνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασόνι τα κασόνια
      γενική του κασονιού των κασονιών
    αιτιατική το κασόνι τα κασόνια
     κλητική κασόνι κασόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassone

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασόνι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]