κατ' αναλογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατ' αναλογία < (καθαρεύουσα) κατ' ἀναλογίαν → δείτε τις λέξεις κατά και αναλογία
Έκφραση[επεξεργασία]
κατ' αναλογία (ή λογιότερο κατ' αναλογίαν)
- αναλογικά, ανάλογα, σε ανάλογα ποσοστά, μέρη
- (νομικός όρος)
- ↪ Αντισυνταγματικές οι κατ' αναλογία προσλήψεις εκπαιδευτικών, 60% από ανέργους και 40% από αναπληρωτές με πείρα -με το σκεφτικό ότι ο αναλογικός διορισμός αντιτίθεται στις Συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
- δηλώνει ομοιότητα, μίμηση, κατά παρόμοιο τρόπο, ακολουθώντας κάτι ανάλογο, ταιριάζοντας με
- ↪ Η φράση ντυμένος στην πένα μάλλον σχηματίστηκε κατ' αναλογία προς τη φράση ντυμένος στην τρίχα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατ' αναλογία
|