κατάβρεχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κατάβροχος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάβρεχος η κατάβρεχη το κατάβρεχο
      γενική του κατάβρεχου της κατάβρεχης του κατάβρεχου
    αιτιατική τον κατάβρεχο την κατάβρεχη το κατάβρεχο
     κλητική κατάβρεχε κατάβρεχη κατάβρεχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάβρεχοι οι κατάβρεχες τα κατάβρεχα
      γενική των κατάβρεχων των κατάβρεχων των κατάβρεχων
    αιτιατική τους κατάβρεχους τις κατάβρεχες τα κατάβρεχα
     κλητική κατάβρεχοι κατάβρεχες κατάβρεχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάβρεχος < κατά- + βρέχ(ω) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.vɾe.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐βρε‐χος

Επίθετο[επεξεργασία]

κατάβρεχος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • κατάβρεχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)