κατάγιαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάγιαλα < κατά- + γιαλ(ός) + (επιρρηματική κατάληξη)

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατάγιαλα (τοπικό)

  • πάνω στο γιαλό· πολύ κοντά στη θάλασσα
    ※  Ένα από τα συμπτώματα της νόσου των δυτών ήταν η νεκροφάνεια. Οι «κτυπημένοι» μηχανικοί δεν έδειχναν καθόλου σημάδια ζωής· έμοιαζαν πεθαμένοι! Υπήρξαν περιπτώσεις, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι οι σφουγγαράδες, που οι σύντροφοι περνώντας τους για νεκρούς τους έθαβαν βιαστικά, όπως κι όπως, κατάγιαλα στον άμμο
    Γιάννης Αντ. Χειλάς, «Κωπηλατώντας με τον Ελπήνορα …!», Kalymnos News.gr (28 Απριλίου 2020)· πρόσβαση: 2020-12-15.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]