κατάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάγω < (ελληνιστική κοινή) κατάγω < κατά + αρχαία ελληνική ἄγω
Ρήμα[επεξεργασία]
κατάγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάγω
|