κατάδυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάδυση οι καταδύσεις
      γενική της κατάδυσης* των καταδύσεων
    αιτιατική την κατάδυση τις καταδύσεις
     κλητική κατάδυση καταδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το άθλημα της κατάδυσης γυναικών
λίγο πριν από την κατάδυση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάδυση < αρχαία ελληνική κατάδυσις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.ði.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάδυση θηλυκό

  1. βύθιση μέσα στη θάλασσα
     αντώνυμα: ανάδυση
  2. (αθλητισμός) ολυμπιακό άθλημα κατά το οποίο ένας αθλητής/μια αθλήτρια κάνει βουτιά στο νερό από βατήρα καθορισμένου ύψους σύμφωνα με συγκεκριμένη τεχνική και συγκεκριμένους κανόνες
  3. υποβρύχια κολύμβηση συνήθως με τη βοήθεια αναπνευστικής συσκευής και ειδικής στολής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]