κατάκτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάκτηση | οι | κατακτήσεις |
γενική | της | κατάκτησης* | των | κατακτήσεων |
αιτιατική | την | κατάκτηση | τις | κατακτήσεις |
κλητική | κατάκτηση | κατακτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάκτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάκτη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική κατακτάομαι / κατακτῶμαι < κατά + κτάομαι / κτῶμαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conquête)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈta.kt.isi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐κτη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάκτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατακτώ
- η κυρίευση μιας περιοχής ή μιας χώρας, συνήθως χρησιμοποιώντας στρατιωτική δύναμη κι αφαιρώντας την πολιτική της ανεξαρτησία
- (κατ’ επέκταση) η χώρα ή περιοχή που κυριεύτηκαν
- η απόκτηση πρόσβασης σε ένα χώρο που δεν είχα πριν
- η απόκτηση κάποιου πράγματος με επίμονες προσπάθειες, η επίτευξη ενός στόχου
- η άσκηση θετικής επίδρασης σε κάποιον με τη συμπεριφορά μου
- η πρόκληση ερωτικής έλξης κι ενδιαφέροντος σε κάποιον
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατάκτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)