κατάλευκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάλευκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάλευκος. Αναλύεται σε κατά- + λευκός.[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈta.lef.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐λευ‐κος
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάλευκος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) που είναι εντελώς λευκός χωρίς κανένα άλλο χρώμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάλευκος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατάλευκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'λευκός' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)