κατάμουτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάμουτρα < κατά- + μούτρ(α), πληθυντικός αριθμός του μούτρο + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.mu.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τά‐μου‐τρα

Επίρρημα[επεξεργασία]

κατάμουτρα

  1. (προφορικό) απευθείας πάνω στο μούτρο / πρόσωπο κάποιου
  2. (μεταφορικά) με τρόπο ευθύ και άμεσο, με παρρησία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]