κατάμουτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈta.mu.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐μου‐τρα
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατάμουτρα
- (προφορικό) απευθείας πάνω στο μούτρο / πρόσωπο κάποιου
- (μεταφορικά) με τρόπο ευθύ και άμεσο, με παρρησία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάμουτρα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κατάμουτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.