κατάμπαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάμπαρο τα κατάμπαρα
      γενική του κατάμπαρου των κατάμπαρων
    αιτιατική το κατάμπαρο τα κατάμπαρα
     κλητική κατάμπαρο κατάμπαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάμπαρο < κάτω + αμπάρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάμπαρο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): το κάτω μέρος του αμπαριού πλοίου
    το κατάμπαρο συνηθέστερα είναι και το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα κάθετο διαμέρισμα του αμπαριού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]