κατάντη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κατάντη | ||
γενική | των | κατάντων | ||
αιτιατική | τα | κατάντη | ||
κλητική | κατάντη | |||
όπως «ιδιόόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάντη < αρχαία ελληνική κατάντη, πληθυντικός του κάταντες, ουδέτερο του κατάντης < κατ- (κατά) + ἄντην (απέναντι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάντη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λόγιο) τα μέρη που βρίσκονται προς την κάτω πλευρά
- ※ Το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 123 μ. περίπου. Τα δύο νέα μεσόβαθρα και τα δύο εκατέρωθεν αυτών ανακατασκευασμένα, πλαισιώθηκαν με τσιμεντένιους στύλους για τη στήριξη του καταστρώματος. Οι στύλοι θεμελιώθηκαν πάνω στους πέτρινους προβόλους των βάθρων. Στο αριστερό άκρο του γεφυριού, από την κατάντη πλευρά, προστέθηκε τσιμεντένια αντηρίδα για την ενίσχυση του υπερυψωμένου νέου καταστρώματος από σκυρόδεμα. (Σωτήριος Γοργογέτας, Τα πέτρινα γεφύρια του νομού Τρικάλων, εκδ. Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αιθήκων, Τρίκαλα ²2004, σελ. 136-137)
- ↪ περιοχή (στα) κατάντη της κεντρικής διώρυγας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κατάντης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάντη
Πηγές
[επεξεργασία]- κατάντη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)