κατάντια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καζάντια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάντια οι κατάντιες
      γενική της κατάντιας
    αιτιατική την κατάντια τις κατάντιες
     κλητική κατάντια κατάντιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάντια < καταντώ + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < αρχαία ελληνική καταντάω / καταντῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάντια θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]