Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατάπλους

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατάπλους οι κατάπλοι
      γενική του κατάπλου των κατάπλων
    αιτιατική τον κατάπλου
& κατάπλουν
τους κατάπλους
     κλητική κατάπλου κατάπλοι
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατάπλους < αρχαία ελληνική κατάπλους, κατάπλοος < καταπλέω < κατά + πλέω. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + πλους

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κατάπλους αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κατάπλους