κατάρριψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάρριψη οι καταρρίψεις
      γενική της κατάρριψης* των καταρρίψεων
    αιτιατική την κατάρριψη τις καταρρίψεις
     κλητική κατάρριψη καταρρίψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταρρίψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατάρριψη < ελληνιστική κοινή κατάρριψις < αρχαία ελληνική καταρρίπτω < κατά + ῥίπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈta.ɾi.psi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατάρριψη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]